- ποδός
- πούςfootmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Πόδος — Μικρός ορεινός οικισμός (υψόμ. 800 μ.), στην πρώην επαρχία Ναυπακτίας, του νομού Αιτωλοακαρνανίας … Dictionary of Greek
Τὸ κοῖλον του ποδὸς δείξαι. — τὸ κοῖλον του ποδὸς δείξαι. См. Пятки показать … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
πεντεκαιδεκάπους — ποδος, ὁ, Α αυτός που έχει μήκος ή έκταση δεκαπέντε ποδών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντεκαίδεκα + πους (< πούς, ποδός), πρβλ. δί πους] … Dictionary of Greek
σαράπους — ποδος, ὁ, ἡ, Α στραβοπόδαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < σαίρω «σκουπίζω» + πους (< πούς, ποδός), πρβλ. καμψί πους, πλατύ πους] … Dictionary of Greek
στερεόπους — ποδος, ὁ, ἡ, ΜΑ αυτός που έχει σταθερά πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερεός + πούς, ποδός] … Dictionary of Greek
τραχύπους — ποδος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει τραχιά, σκληρά πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τραχύς + πους (< πούς, ποδός), πρβλ. ταχύ πους, ὠκύ πους] … Dictionary of Greek
υγιόπους — ποδος, ὁ, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) αυτός τού οποίου τα πόδια βρίσκονται σε καλή φυσική κατάσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγιής + πους (< πούς, ποδός), πρβλ. ὠκύ πους] … Dictionary of Greek
χλιδωνόπους — ποδος, ὁ, ἡ, Α αυτός που φορεί κοσμήματα στα πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλίδων, ωνος «είδος κοσμήματος» + πους (< πούς, ποδός), πρβλ. χαλκό πους] … Dictionary of Greek
χοιρόπους — ποδος, ο, Ν (λόγιος τ.) ζωολ. γένος μαρσιποφόρων θηλαστικών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. choeropus < χοίρος + πους, ποδός] … Dictionary of Greek
αροτρόπους — ( ποδος), ο το κάτω μέρος του αρότρου, με το οποίο αυτό στηρίζεται στο έδαφος, κοιν. αλετροπόδι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < άροτρον + πους] … Dictionary of Greek